οικιήτης

οικιήτης
οἰκιήτης, ιων. τ. και αττ. τ. οἰκιάτης και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)
οικέτης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκία + κατάλ. -ήτης (πρβλ. κωμ-ήτης, λιμν-ήτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οικιάτης — οἰκιάτης, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. οικιήτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”